- καροφόρος
- κᾰροφόρος, ον,A soporiferous, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καροφόρος — καροφόρος, ὁ (Α) αυτός που φέρνει αποκάρωση, νάρκη, ο υπνωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρος «βαθύς ύπνος» + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. πυρφόρος, φαεσ φόρος] … Dictionary of Greek